województwo
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | województwo | województwa |
γενική | województwa | województw |
δοτική | województwu | województwom |
αιτιατική | województwo | województwa |
οργανική | województwem | województwami |
τοπική | województwu | województwach |
κλητική | województwo | województwa |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]województwo < σλαβική војводина, војводство
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌvɔjɛˈvut͡s̑tfɔ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]województwo (pl) ουδέτερο