quite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kwaɪt/
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

quite (en)

  1. (βρετανική σημασία, όχι στο αρνητικό) κάμποσος, σαν (να), σε κάποιο βαθμό
    We still have quite a long way to go.
    Έχουμε κάμποσο δρόμο ακόμα.
    It looks quite good.
    Σαν καλό φαίνεται.
    It’s quite good.
    Σαν καλό (να) είναι.
    You have made yourself quite comfortable.
    Σαν καλά βολεύτηκες.
     συνώνυμα:  fairly, pretty και rather
  2. απόλυτα, εντελώς, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό
    I quite agree that…
    Συμφωνώ απόλυτα ότι…
    He is quite well now.
    Είναι εντελώς καλά τώρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
  3. αρκετά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]