proposition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
proposition propositions

proposition (en) (επίσημο)

  1. η πρόταση, μια ιδέα ή ένα σχέδιο που προτείνεται, ειδικά στις επιχειρήσεις
    ⮡  They made him a propostion to take over management of the company.
    Tου έκαναν την πρόταση να αναλάβει τη διεύθυνση της εταιρείας.
  2. η υπόθεση, ένα πρόβλημα ή ένα άτομο που πρέπει να αντιμετωπιστεί
    ⮡  Winning the elections is a big/tough proposition.
    Είναι μεγάλη/ζόρικη υπόθεση να κερδηθούν οι εκλογές.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη affair
  3. (λογική) η λογική πρόταση[1] ή απλά η πρόταση[2][3], η αριστοτελική «πρότασις»[4]
    δείτε επίσης: proposition στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
ενεστώτας proposition
γ΄ ενικό ενεστώτα propositions
αόριστος propositioned
παθητική μετοχή propositioned
ενεργητική μετοχή propositioning

proposition (en)

  • ρίχνομαι ερωτικά, κάνω προτάσεις
    ⮡  She was propositioned by her boss.
    Της ρίχτηκε το αφεντικό της.
    ⮡  He propositioned his secretary.
    Έκανε προτάσεις στη γραμματέα του.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
proposition propositions

proposition (fr) θηλυκό

  • η πρόταση
    j'ai une proposition à te faire - έχω να σου κάνω μια πρόταση

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «λογική πρόταση», στην Παράλληλη αναζήτηση του ιστότοπου: greek language.gr - η Πύλη για την ελληνική γλώσσα (του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας)
  2. ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ, σελ. 12. Πρόσβαση 2020-02-24
  3. Μαθηματική Λογική. Προσπέλαση 2020-02-24
  4. ΟΡΟΓΡΑΜΜΑ - Αρ.140 Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2016, σελ. 3. Πρόσβαση 2020-02-24
  5. (Αγγλικά) Weisstein, Eric W. "Paradox" From MathWorld. Προσπέλαση 2020-02-29