obvious
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | obvious |
συγκριτικός | more obvious |
υπερθετικός | most obvious |
Επίθετο
[επεξεργασία]obvious (en)
- προφανής, ολοφάνερος, εύκολο να το δω ή να το καταλάβω