key
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | key |
συγκριτικός | more key |
υπερθετικός | most key |
key (en)
- καίριος, βασικός
- ⮡ It’s the key issue.
- Είναι το καίριο θέμα.
- ⮡ The team is going to the final short three key players.
- Η ομάδα πηγαίνει στον τελικό με τρεις βασικούς παίκτες μείον.
- ⮡ He holds a key position in the business/in the government.
- Κατέχει μια θέση κλειδί στην επιχείρηση/στην κυβέρνηση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη important
- ⮡ It’s the key issue.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
key | keys |
key (en)
- το κλειδί
- το πλήκτρο
- ο τόνος
- (πληροφορική) το κλειδί, όρος που χρησιμοποιείται στις δομές δεδομένων και στην κρυπτογράφηση
- (βάσεις δεδομένων) το κλειδί
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
στις βάσεις δεδομένων: |
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- key στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Ο όρος key ως πρώτο συνθετικό πολλών σύνθετων όρων της Αγγλικής και η απόδοσή του στα ελληνικά, ΕΛΕΤΟ, σελ. 98