key

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός key
συγκριτικός more key
υπερθετικός most key

key (en)

  • καίριος, βασικός
    ⮡  It’s the key issue.
    Είναι το καίριο θέμα.
    ⮡  The team is going to the final short three key players.
    Η ομάδα πηγαίνει στον τελικό με τρεις βασικούς παίκτες μείον.
    ⮡  He holds a key position in the business/in the government.
    Κατέχει μια θέση κλειδί στην επιχείρηση/στην κυβέρνηση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη important

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
key keys

key (en)

  1. το κλειδί
  2. το πλήκτρο
  3. ο τόνος
  4. (πληροφορική) το κλειδί, όρος που χρησιμοποιείται στις δομές δεδομένων και στην κρυπτογράφηση
  5. (βάσεις δεδομένων) το κλειδί
     συνώνυμα: candidate key

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

στις βάσεις δεδομένων:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • key στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • Ο όρος key ως πρώτο συνθετικό πολλών σύνθετων όρων της Αγγλικής και η απόδοσή του στα ελληνικά, ΕΛΕΤΟ, σελ. 98