için

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πρόθεση

[επεξεργασία]

için (tr)

  1. για, προς (συντάσσεται μετά το ουσιαστικό)
    Mehmet için, bu ders çok önemli - για τον Μωάμεθ, αυτό το μάθημα είναι πολύ σημαντικό