góður
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισλανδικά (is)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]góður (is)
- καλός
- εύγευστος
- ικανός
- καλοκάγαθος
- αγαθός
- (για ποσότητα) σημαντικός, αρκετός
- (προφορικό) ικανοποιημένος, άνετος