braid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
braid | braids |
braid (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | braid |
γ΄ ενικό ενεστώτα | braids |
αόριστος | braided |
παθητική μετοχή | braided |
ενεργητική μετοχή | braiding |
braid (en)
- πλέκω
- (ειδικότερα) φτιάχνω τα μαλλιά πλεξούδες