approve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας approve
γ΄ ενικό ενεστώτα approves
αόριστος approved
παθητική μετοχή approved
ενεργητική μετοχή approving

approve (en)

  1. εγκρίνω
     συνώνυμα: accept
  2. θεωρώ κάποιον ή κάτι καλό ή επιθυμητό, επιδοκιμάζω, επικροτώ
    ⮡  But I surely do not like all that is happening and I do not approve of it.
    Αλλά σίγουρα όσα γίνονται δεν μου αρέσουν και δεν τα επικροτώ.
     συνώνυμα: condone