προσαρμόζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσαρμόζομαι < παθητική φωνή του ρήματος προσαρμόζω
Ρήμα
[επεξεργασία]προσαρμόζομαι
- (παθητική διάθεση) με προσαρμόζουν, με αλλάζουν ώστε να μπορώ να χρησιμεύσω σε διαφορετική εργασία ή περιβάλλον → δείτε τη λέξη προσαρμόζω
- (μέση διάθεση) προσαρμόζω τον εαυτό μου, αλλάζω ώστε να ανταποκριθώ σε διαφορετικό περιβάλλον