Mädchen - Βικιλεξικό Μετάβαση στο περιεχόμενο

Mädchen

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Mädchen die Mädchen
γενική des Mädchens der Mädchen
δοτική dem Mädchen den Mädchen
αιτιατική das Mädchen die Mädchen

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Mädchen < Mägdchen < Magd (κορίτσι) + υποκοριστικό επίθημα -chen [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmɛːtçən/,
ΔΦΑ : /ˈmeːtçən/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Mädchen (de) ουδέτερο

  1. κορίτσι ή νεαρή γυναίκα
    Ich bringe die Mädchen zuerst zur Schule und dann gehe ich zur Arbeit.
    Πάω πρώτα τα κορίτσια στο σχολείο και μετά πάω στη δουλειά.
     συνώνυμα: Mädel
     αντώνυμα: Junge
  2. (οικείο) ερωτική σύντροφος, κοπέλα
     συνώνυμα: Freundin
  3. (παρωχημένο) οικιακή βοηθός, υπηρέτρια
     συνώνυμα: Hausangestellte, Dienstmädchen

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Mädchen στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Mädchen - Duden online.
  2. Mädchen - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).