φωνή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωνή οι φωνές
      γενική της φωνής των φωνών
    αιτιατική τη φωνή τις φωνές
     κλητική φωνή φωνές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωνή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φωνή < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰoh₂neh₂ < *bʰeh₂- (μιλώ, φημί)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /foˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐νή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φωνή θηλυκό

  1. ο ήχος που παράγεται από τον αέρα που ξενικά από τους πνεύμονες, όταν πάλλει τις φωνητικές χορδές του λάρυγγα και μορφοποιείται από τα όργανα της στοματικής και ρινικής κοιλότητας (ανθρώπων και ζώων)
  2. η ικανότητα / δυνατότητα παραγωγής ήχων, τόνων και γενικότερα φωνής
    ⮡  δυνατή / γλυκιά / βραχνή / ψιθυριστή / πνιγμένη / στεντόρεια φωνή
    ⮡  τα δέντρα δεν έχουν φωνή
  3. (πληθυντικός) δυνατές ομιλίες, κραυγές, φασαρία, θόρυβος
    ⮡  οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι το δρόμο
  4. (μεταφορικά) ο ήχος ή σύνολο ήχων που βγάζουν τα άψυχα αντικείμενα
    ⮡  η φωνή του δάσους / της θάλασσας / του ανέμου
  5. (συνεκδοχικά) μια προσωπικότητα με κύρος
    ⮡  η φωνή του τάδε έχει μεγάλη απήχηση στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής
  6. (μεταφορικά) το εσωτερικό συναίσθημα, η προαίσθηση που μας επιβάλλει / προτρέπει / αποτρέπει ένα τρόπο συμπεριφοράς
    ⮡  η φωνή της συνείδησης / του καθήκοντος / της καρδιάς / της φύσης / της λογικής
  7. μια γνώμη ή μια θέση που παίρνει δημοσιότητα
    ⮡  η φωνή διαμαρτυρίας / δυσαρέσκειας / αγανάκτησης / του λαού / της μειοψηφίας / της επαρχίας
  8. (γραμματική) ομάδα καταλήξεων και άλλων μορφολογικών χαρακτηριστικών των ρηματικών τύπων που δηλώνουν μία διάθεση - Οι κατηγοριοποιήσεις για τη φωνή και τη διάθεση συνήθως συμπίπτουν, αλλά όχι πάντοτε.
    ⮡  Στα ελληνικά, η φωνή σε -ομαι δηλώνει συνήθως πάθος (όπως «τραυματίζομαι»), μερικές φορές όμως, δηλώνει ενέργεια (όπως «εργάζομαι»).
    → δείτε τους όρους ενεργητική φωνή, παθητική φωνή, μέση φωνή και μεσοπαθητική φωνή
    → δείτε τους όρους ενεργητική διαθεση, παθητική διάθεση και μέση διάθεση
  9. (γλωσσολογία) άλλη ονομασία του φθόγγου
  10. (μουσική)
    1. καθεμιά από τις μελωδίες που συνηχούν αρμονικά σε ένα μουσικό έργο
      → δείτε τις λέξεις πολυφωνία και τετραφωνικός, πρώτη φωνή, δεύτερη φωνή
    2. η ικανότητα να τραγουδάει κάποιος
      ⮡  έχει φωνή ψάλτη

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
φων- 

όπως

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φωνή αἱ φωναί
      γενική τῆς φωνῆς τῶν φωνῶν
      δοτική τῇ φων ταῖς φωναῖς
    αιτιατική τὴν φωνήν τὰς φωνᾱ́ς
     κλητική ! φωνή φωναί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φωνᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  φωναῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

φωνή < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *pʰōnā́ < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰoh₂neh₂ < *bʰeh₂- (μιλώ, φημί)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φωνή θηλυκό

  1. η φωνή ανθρώπου και γενικά ο ήχος που βγάζουν άψυχα και έμψυχα (η κραυγή/ήχος ζώου, ο ήχος μουσικού οργάνου, των κυμάτων κ.λπ.)
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w 11.61 @scaife.perseus
    Διὰ τί τοῦ χειμῶνος αἱ φωναὶ βαρύτεραι; ἢ ὅτι παχύτερος ὁ ἀήρ, παχυτέρου δὲ ὄντος βραδυτέρα ἡ κίνησις, ὥσθ’ ἡ φωνὴ βαρυτέρα. ἢ διότι διὰ τῶν στενῶν βραδύτερον χωρεῖ ὁ ἀήρ, συμφράττεται δὲ τὸ περὶ τὸν φάρυγγα ὑπό τε τοῦ ψυχροῦ καὶ τοῦ ἐπιρρέοντος φλέγματος.
    ⮡  ἄνθρωπος πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν (Αριστοτέλης)
    ⮡  φωνή αὐτοῦ ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν
  2. η γλώσσα (που μιλά κάποιος)
    ⮡  μανθάνω τὴν Ἑλληνικὴν φωνήν - μαθαίνω την ελληνική γλώσσα
  3. η ρήση, η αποφθεγματική φράση, η άποψη
    ⮡  ἡ τοῦ Σωκράτους φωνή (Πλούταρχος)
  4. οι φωνασκίες, οι δυνατές φωνές

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ἀπὸ φωνῆς (του....): καθ' υπαγόρευση του...

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
φων- 

όπως: (δείτε τα συγγενικά και σύνθετά τους)

σύνθετα: