υπόγειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπόγειος | η | υπόγεια | το | υπόγειο |
γενική | του | υπόγειου | της | υπόγειας | του | υπόγειου |
αιτιατική | τον | υπόγειο | την | υπόγεια | το | υπόγειο |
κλητική | υπόγειε | υπόγεια | υπόγειο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπόγειοι | οι | υπόγειες | τα | υπόγεια |
γενική | των | υπόγειων | των | υπόγειων | των | υπόγειων |
αιτιατική | τους | υπόγειους | τις | υπόγειες | τα | υπόγεια |
κλητική | υπόγειοι | υπόγειες | υπόγεια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπόγειος < ελληνιστική κοινή ὑπόγειος < αρχαία ελληνική ὑπόγαιος < ὑπό + γαῖα / γῆ, (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική underground[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /iˈpo.ʝi.os/
Επίθετο
[επεξεργασία]υπόγειος, -α, -ο
Παράγωγα
[επεξεργασία]- υπόγεια (επίρρημα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπόγειος αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ημιυπόγειο
- ημιυπόγειος
- υπέργειος
- υπόγα
- υπόγεια (επίρρημα)
- υπογειάκι (υποκοριστικό)
- υπόγειο
- υπογειοποίηση
- υπογειώνω
- υπογείως (επίρρημα)
- και → δείτε τις λέξεις υπό και γη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίθετο
υπόγειος σιδηρόδρομος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ υπόγειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)