πλήθος - Βικιλεξικό Μετάβαση στο περιεχόμενο

πλήθος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλήθος τα πλήθη
      γενική του πλήθους των πληθών
    αιτιατική το πλήθος τα πλήθη
     κλητική πλήθος πλήθη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλήθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλῆθος < πίμπλημι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpli.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλήθος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλήθος ουδέτερο

  1. αριθμητική ποσότητα, αριθμός
  2. μεγάλη ομάδα ανθρώπων
     συνώνυμα: εσμός, ορμαθός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]