κομψότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κομψότητα < αρχαία ελληνική κομψότης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /komˈpso.ti.ta/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομψότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του κομψού
- (πληθυντικός) λόγια με (επιφανειακή) χάρη και ευγένεια, συμπεριφορά του σαλονιού