αγαθό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Αγαθό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγαθό τα αγαθά
      γενική του αγαθού των αγαθών
    αιτιατική το αγαθό τα αγαθά
     κλητική αγαθό αγαθά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγαθό < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγαθόν[1], ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγαθός, ἀγαθός
για την οικονομία < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική biens

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɣaˈθo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐θό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αγαθό ουδέτερο

  1. (νομικός όρος) αξία αλλά και ουσία ή αντικείμενο ή είδος απαραίτητο ή πάντως ιδιαίτερα χρήσιμο στην κοινωνία ή στο άτομο, οπότε συνδέεται στενά με την έννοια του "δικαιώματος σε.."
    μεταξύ των εννόμων αγαθών συγκαταλέγεται η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια
    πολλά αγαθά είναι πια εν ανεπαρκεία
    ο αέρας και το νερό ήταν ανέκαθεν μεταξύ των ελεύθερων αγαθών, αλλά τώρα αυτό αμφισβητείται ως προς το νερό
    στην προκειμένη περίπτωση έχουμε σύγκρουση αγαθών, γιατί ο νομοθέτης πρέπει ουσιαστικά να επιλέξει ποια από τις δύο εξίσου σημαντικές ανάγκες θα καλύψει
  2. (οικονομία) μέσο ικανοποίησης αναγκών
    τα αγαθά (στον πληθυντικό)
  3. (φιλοσοφία) κάτι που έχει την υπέρτατη αξία
  4. (ιατρική) δημώδης ευφημιστική ονομασία της νόσου ερυσίπελας (→ δείτε τη λέξη αγαθόχορτο)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αγαθό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αγαθός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αγαθός

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • αγαθόΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)